- τσιμπώ
- τζιμπῶ, -άω, ΝΜ1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τόν τσίμπησε κουνούπι» β. «τόν τσίμπησε με μια καρφίτσα»)νεοελλ.1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το ράμφος, ραμφίζω («το πουλί τσίμπησε μερικούς σπόρους και πέταξε»)β) (γενικά) χτυπώ με το ράμφος2. (για ψάρι) αρπάζω το δόλωμα με το αγκίστρι («το μπαρμπούνι τσιμπάει δύσκολα»)3. (για πρόσ.) τρώγω πρόχειρα και λίγο («θα τσιμπήσουμε πρώτα κάτι και μετά θα βγούμε έξω»)4. μτφ. α) αποσπώ μικροποσά από κάποιονβ) συλλαμβάνω («προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά τόν τσίμπησαν»)5. μέσ. τσιμπιέμαιερωτεύομαι6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τσιμπημένος, -η, -οα) ερωτευμένος («είναι πολύ τσιμπημένος μαζί της»)β) (για τιμή προϊόντος) ανεβασμένος, υψηλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσιμπώ έχει προέλθει από *τσιμπίζω < *ἐξ-εμπίζω (< ἐμπίς, ἐμπίδος «είδος εντόμου, σκνίπα») με τροπή τού -ξ- σε -τσ- (πρβλ. τσίγκλα: ξύγγλα). Έχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή τής λ. στον τ. κίμβιξ «μικρολόγος, τσιγγούνης, λεπτολόγος» ή στο ρ. συμπιέζω].
Dictionary of Greek. 2013.